- χειρουργεῖ
- χειρουργέωdo with the handpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)χειρουργέωdo with the handpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηλοτόμος — κηλοτόμος, ὁ (Α) αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο τόμος, ομφαλο τόμος] … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek